- ξηρονομικός
- ξηρονομικός, -ή, -όν (Α)αυτός που έχει την ιδιότητα να βόσκει, να τρέφεται στην ξηρά, χερσαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -νομικός (< -νόμος < νέμω «βόσκω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηρονομικόν — ξηρονομικός feeding on dry land masc acc sg ξηρονομικός feeding on dry land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek